- εἱργνύω
- εἱργνύω, ins Gefängnis werfen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
είργνυμι — εἵργνυμι και εἱργνύω (Α) 1. κλείνω μέσα, εγκλείω 2. ρίχνω στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας τού είργω*, σχηματισμένος κατά τα σε μι] … Dictionary of Greek